Κάποτε θ' ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου.
Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει.
Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους.
Μάθε ν' αγαπάς αυτούς που δεν πληγώνουν την αγάπη.
Γιάννης Ρίτσος.
Το ξέρω δεν σας έχω συνηθίσει καλά μου σε ποιητικά σχόλια, αλλά τι να πώ ? Ωριμάζω ?
Ίσως όμως να είμαι τόσο πολύ, γεμάτη από τις λέξεις και τις εικόνες, που με κατέκλυσαν τελειώνοντας την ανάγνωση, που με έπιασαν τα υπαρξιακά μου και ανέβηκα κάποια λέβελ , τύπου έντεχνης περιγραφής της αφεντιάς μου.
Καλά μην περιμένετε να κρατήσει πολύ, διότι ήδη με τρώει το χέρι μου. Θα ξεκινήσω με κακιούλα (παλιά μου τέχνη κόσκινο) η οποία αφορά το εξώφυλλο του βιβλίου.
Όπως βλέπετε το ψιλοπείραξα, ολίγον τι. Εντάξει το ομολογώ, δεν μπορούσα να ανεχτώ, τόσο κιτς για ένα τόσο δυνατό στόρι, που εξελίσσεται σε ένα τόπο τόσο όμορφο και ιστορικό, όπως είναι η Μονεμβασιά, που ζω και αγαπώ χρόνια τώρα. Πυροβολήστε με, δεν με νοιάζει ,μουλάρωσα και γνώμη δεν αλλάζω.
Τώρα,με επαναφέρω χαλαρά σε τάξη και ξεκινώ.
Εννοείτε ότι,και μόνο που η πλοκή διαδραματίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στη Μονεμβασιά, μου έφτιαξε την διάθεση, η οποία είναι πολύ πεσμένη τώρα τελευταία, αλλά που να σας τα εξηγώ τώρα, θα με βαρεθείτε και δεν το θέλω φτούνο, τι έλεγά? Α ναι, μου ρθε πάλι η φλασιά, τι να σας πρωτομαρτυρήσω δεν ξέρω.
Λοιπόν στη διάρκεια της ανάγνωσης, τα συναισθήματα μου βαρέσανε κόκκινο, πολλές φορές.
Τσατάλια τα νεύρα, λύπη, θυμός, αγανάκτηση, αγωνία, τρυφερότητα και στο τέλος αποδοχή.
Αγάπη τι δύσκολο πράγμα, τελικά.Απληστία, εγωισμός, μοχθηρία, μίσος,πόσο εύκολα αναβλύζουν και τυραννούν , αθώους και αληθινούς ανθρώπους.
Ανθρώπους,που δεν έφταιξαν σε τίποτα κι όμως η μοίρα τους έμπλεξε στον ιστό της,προσπαθώντας να τους γονατίσει, να τους στερήσει αυτά που έχουν την αληθινή σημασία για αυτούς, τους αγαημένους τους. Αδερφός, φίλος,μάνα, τίποτα δεν λογάριασε, καρφάκι δεν της καίγεται, πόνο και πίκρα να δώσει μόνο κι αυτή να αντλεί ευχαρίστηση.
Όχι κυρά μου, δεν θα στο κάνουμε το χατίρι, δεν πας να χτυπιέσαι στα τάρταρα,θα σε πλακώσουμε, με κάτι πέτρες νά και θα χορεύουμε καρσιλαμά, από πάνω τους.
Ιάσονας και Ηλιάνα θύτες και θύματα σε μια ιστορία μυστηρίου, θανατηφόρας και ερωτικής πλεκτάνης.
Πρέπει να παλέψουν , με αντιπάλους που ούτε κατά διάνοια ,μπορούσαν να σκεφτούν, να παλέψουν για την ίδια τους τη ζωή, μα πάνω από όλα να παλέψουν με τον ίδιο τους τον ευατό, για να βγούν νικητές και εξαγνισμένοι, από τις Ερινύες που έχου κατσικωθεί μέσα τους.
Λοιπόν καλά μου, τα βασικά είναι τα εξής : ο Μάριος, αδεργφός του Ιάσονα, δυστυχώς θα δει τα ραδίκια ανάποδα (όχι μόνο αυτός) αλλά δεν σας το λέω, από παρεξήγηση ( και καλά) τώρα, θεωρεί υπεύθυνη την Ηλιάνα,η οποία όχι μόνο δεν φταίει, δεν γνωρίζει κάν τι έχει συμβεί, στη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού της στο πατρικό της. Οπότε επιστρέφει, μες την τρελή χαρά στο σπίτι και την επιχειρησή της και εκεί την περιμένει ο χειρότερος εφιάλτης στης (ουδεμία σχέση) με το αρχαίο καθίκι που πρόδωσε τους 300.
Αυτός ο εφιάλτης είναι μπουκιά και συγχώριο, αλλά αποφασιμένος να πάρει εκδίκηση.
Θέτε κι άλλα ? Πρίτςςςςςςςς που θα σας πω. Να πάτε να πάρετε τα ρόδα, να τα μάθετε όλα.
Ούτε τα γιούρο σας θα κλαίτε, μήτε το χρόνο σας, αφού το λέω μουά.
Καλά να περάσετε χρυσούλια μου.
By: Τίτι Βάντα